- ζυγάς
- ζυγάς, ἡ (AM)ζεύγοςαρχ.μτφ. ένωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ζυγ-) τού ρ. ζεύγνυμι* (πρβλ. ζυγόν-ζυγός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγάς — ζυγά̱ς , ζυγή pair fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγάδια — ζυγάδια, τὰ (Α) [ζυγάς] (κατά το λεξ. Σούδα) είδος υποδημάτων … Dictionary of Greek
ζυγαδικός — ζυγαδικός, ή, όν (Α) [ζυγάς] συζυγικός, ο αναφερόμενος στη συζυγία άνδρα και γυναίκας … Dictionary of Greek
συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… … Dictionary of Greek